- αὐτοσχεδιαστικός
- αὐτοσχεδι-αστικός, ή, όν,A extemporary, Arist.Po.1449a9:—also [suff] αὐτοσχεδι-αστός, όν, Alcid.Soph.16,17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυτοσχεδιαστικός — αὐτοσχεδιαστικός, ή, ό (Α) [αυτοσχεδιάζω] αυτός που χαρακτηρίζεται από αυτοσχεδιασμό … Dictionary of Greek
αὐτοσχεδιαστικούς — αὐτοσχεδιαστικός extemporary masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιαστικῆς — αὐτοσχεδιαστικός extemporary fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιαστικήν — αὐτοσχεδιαστικός extemporary fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροφωνία — η (Α ἑτεροφωνία) η διαφορά τόνου, ήχου, φωνής νεοελλ. 1. το να μιλά κάποιος διαφορετική γλώσσα, η αλλοφωνία 2. ιατρ. ανώμαλη φωνή, παθολογικός φωνητικός διχασμός μερικών ατόμων που εκφέρουν φωνή συγχρόνως σε δύο τόνους 3. μουσ. αυτοσχεδιαστικός… … Dictionary of Greek